- ετερόσκιος
- -ο (Α ἑτερόσκιος, -ον)αυτός που ρίχνει σκιά προς το ίδιο πάντοτε μέρος (δηλ. μόνο προς το ένα μέρος)αρχ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑτερόσκιοιαυτοί που κατοικούν βόρεια ή νότια τὼν τροπικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ-σκιος, υπό-σκιος].
Dictionary of Greek. 2013.